ρητορεύω

ρητορεύω
αμετ.
1) говорить красноречиво; быть настоящим оратором; 2) ирон. ораторствовать; витийствовать; 3) выступать с речью, произносить речь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρητορεύω" в других словарях:

  • ῥητορεύω — to be a public speaker pres subj act 1st sg ῥητορεύω to be a public speaker pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητορεύω — ῥητορεύω ΝΑ [ῥήτωρ, ορος] είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο νεοελλ. είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα τού λέγειν αρχ. 1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.) 2. παθ. ῥητορεύομαι (για λόγο) εκφωνούμαι… …   Dictionary of Greek

  • ρητορεύω — ρητορεύω, ρητόρευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρητορεύω — εψα, αγορεύω: Ρητόρευε μιαν ώρα· ουσ. ρητορεία, η η ενέργεια του ρητορεύω και η ρητορική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥητορεύσει — ῥητορεύω to be a public speaker aor subj act 3rd sg (epic) ῥητορεύω to be a public speaker fut ind mid 2nd sg ῥητορεύω to be a public speaker fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορεύσῃ — ῥητορεύω to be a public speaker aor subj mid 2nd sg ῥητορεύω to be a public speaker aor subj act 3rd sg ῥητορεύω to be a public speaker fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρητόρευον — ῥητορεύω to be a public speaker imperf ind act 3rd pl ῥητορεύω to be a public speaker imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρητόρευκε — ῥητορεύω to be a public speaker perf imperat act 2nd sg ῥητορεύω to be a public speaker perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρητόρευκεν — ῥητορεύω to be a public speaker plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ῥητορεύω to be a public speaker perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρητόρευον — ῥητορεύω to be a public speaker imperf ind act 3rd pl ῥητορεύω to be a public speaker imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορευθέντα — ῥητορεύω to be a public speaker aor part pass neut nom/voc/acc pl ῥητορεύω to be a public speaker aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»